ὀλιγάνθρωπον

ὀλιγάνθρωπον
ὀλιγάνθρωπος
masc/fem acc sg
ὀλιγάνθρωπος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολιγάνθρωπος — η, ο (Α ὀλιγάνθρωπος, ον) 1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.) 2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”